- χλοηφάγος
- -ον, Αχορτοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλοηφάγα — χλοηφάγος herbivorous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλοηφάγων — χλοηφάγος herbivorous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλοηφαγία — ἡ, Μ [χλοηφάγος] χορτοφαγια … Dictionary of Greek
χλοηφαγώ — έω, Α [χλοηφάγος] είμαι χορτοφάγος … Dictionary of Greek